άμπελος

άμπελος
I
Αρχαία πόλη της Κρήτης, στον σημερινό νομό Λασιθίου.
Με την ίδια ονομασία υπάρχει και μικρό νησί στον Κορινθιακό κόλπο, στο εσωτερικό του κόλπου της Αντίπυρας. Έτσι ονομάζεται επίσης και ένα ακρωτήριο στη Χαλκιδική.
II
Όνομα μυθολογικών προσώπων.
1. Ευνοούμενος του Διονύσου, γιος σάτυρου και νύμφης. Στα χρονικά του, o Οβίδιος τον παρουσιάζει να σκοτώνεται και να μετατρέπεται από τον Δία σε αμπέλι.
2. Κόρη του Οξύλου και της αδελφής του Αμαδρυάδας.
III
Ονομασία τεσσάρων οικισμών.
1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 290 μ., 310 κάτ.) της Σάμου. Βρίσκεται στα βόρεια παράλια του νησιού, ανατολικά του Νέου Καρλοβασίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βαθέος.
2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 290 μ., 6 κάτ.) της Γαύδου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Γαύδου του νομού Χανίων.
3. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 125 μ., 453 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σοφάδων.
4. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 297 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο ΒΑ τμήμα του νομού και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ακράτας.
* * *
η (Α ἄμπελος)
ονομασία φυτών τής οικογένειας τών Αμπελιδιδών νεοελλ.
1. το κλήμα που παράγει σταφύλια, το αμπελόκλημα
2. συστάδα από κλήματα, αμπέλι, αμπελώνας
3. γλυπτό ή ζωγραφικό κόσμημα στον ναό, που εικονίζει σταφυλοφόρο κλήμα
4. (στην εκκλησιαστική γλώσσα) το σύνολο τών χριστιανών
αρχ.
επικρατεί η πρώτη σημασία, μεταγενέστερα προστέθηκε η δεύτερη
φρ. «ἀμπέλου δρόσος» το κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. για σημασιολογικούς λόγους ανήκει πιθ. σε μεσογειακό προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα.
ΠΑΡ. αμπελουργός, αμπελών
αρχ.
ἀμπελικός, ἀμπέλινος, ἀμπέλιον, ἀμπελίς, ἀμπελίτικος, ἀμπελῖτις, ἀμπελόεις
νεοελλ.
αμπελιανός, αμπελίτης, αμπελοειδή, αμπέλοψις, αμπελώνας
ΣΥΝΘ. Ως α' συνθ. αμπελοφύλαξ, αμπελόφυλλο(ν), αμπελόφυτος
αρχ.
ἀμπελάνθη, ἀμπελογενής, ἀμπελομιξία, ἀμπελοτόμος, ἀμπελοτρόφος, ἀμπελοφάγος, ἀμπελοφόρος
μσν.
ἀμπελεργάτης, ἀμπελοκομία, ἀμπελοκλαδής, ἀμπελότοπος
νεοελλ.
αμπελόβιος, αμπελογνωσία, αμπελογνώστης, αμπελογραφία, αμπελοδάφνη, αμπελοθεραπεία, αμπελοκαλλιέργεια, αμπελόκισσος, αμπελοκτηματίας, αμπελοκτήμονας, αμπελόμορφος, αμπελοποιία, αμπελοσίκυος, αμπελοφθόρος, αμπελοφυτεία. Ως β' συνθ. ευάμπελος, κατάμπελος, μισάμπελος, ολιγάμπελος, ορθάμπελος, πολυάμπελος, υπάμπελος, φιλάμπελος, χερσάμπελος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἅμπελος — ἄμπελος , ἄμπελος grape vine fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄμπελος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμπελος — grape vine fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμπέλω — Ἄμπελος masc nom/voc/acc dual Ἄμπελος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμπέλω — ἄμπελος grape vine fem nom/voc/acc dual ἄμπελος grape vine fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμπελίου — ἄμπελος grape vine neut gen sg ἀμπέλιον neut gen sg ἀμπέλιος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμπελίων — ἄμπελος grape vine neut gen pl ἀμπέλιον neut gen pl ἀμπέλιος masc/fem/neut gen pl ἀμπελίων singing bird masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμπελίῳ — ἄμπελος grape vine neut dat sg ἀμπέλιον neut dat sg ἀμπέλιος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμπέλια — ἄμπελος grape vine neut nom/voc/acc pl ἀμπέλιον neut nom/voc/acc pl ἀμπέλιος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμπέλιον — ἄμπελος grape vine neut nom/voc/acc sg ἀμπέλιον neut nom/voc/acc sg ἀμπέλιος masc/fem acc sg ἀμπέλιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”